Σε όλους τους ανθρώπους είναι κοινή η επιθυμία να ξέρουν τι μπορεί να τους συμβεί στο μέλλον. Οι άνθρωποι ακόμη σήμερα εξακολουθούν να πιστεύουν στην αστρολογία και τα ωροσκόπια, στους μάντηδες και τους προφήτες. Οι αρχαίοι λαοί δεν έκαναν τίποτε στη ζωή τους αν δεν συμβουλεύονταν πρώτα τους ιερείς, τους μάντεις και τα μαντεία.
Ο λαός μας σήμερα πιστεύει πως ο Αϊ – Γιάννης φέρνει τύχες. Ο άγιος φανερώνει το ριζικό του ανθρώπου και για αυτό τον είπαν Ριζικάρη και Κλήδονα. Ο κλήδονας είναι ένα πανάρχαιο λατρευτικό έθιμο, ένα είδος μαντείας με ομαδικό και ψυχαγωγικό χαρακτήρα, που τελείται στις 24 Ιουνίου, προς τιμήν του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ημέρα που η εκκλησία μας γιορτάζει τη γέννηση του αγίου.
Η λέξη κλήδονας είναι ίδια με την αρχαία λέξη «κλήδονα», τη φωνή δηλαδή που τυχόν άκουγε ξαφνικά κάποιος και φανταζόταν πως οι θεοί του έστελναν κάποιο μήνυμα – μάντευμα που προσπαθούσε να το εξηγήσει.
Έτσι ο σημερινός Κλήδονας είναι καθαρά κληρομαντεία.
το έθιμο
Την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, οι ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού, όπου αναθέτουν σε κάποιο μέλος της συντροφιάς, συνήθως σε μια 'Μαρία' (στη Θράκη ο ρόλος αυτός δίνεται στην ονομαζόμενη 'Καλλινίτσα'), της οποίας και οι δύο γονείς είναι εν ζωή, να φέρει από το πηγάδι ή την πηγή το 'αμίλητο νερό'.
Η ονομασία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η εν λόγω κοπέλα και η συνοδεία της πρέπει να ολοκληρώσουν την αποστολή αυτή, τηρώντας απόλυτη σιωπή. Στα νησιά, το αμίλητο νερό είναι συχνά θαλάσσιο, οπότε και πρέπει να συλλεχθεί από σαράντα κύματα.
Επιστρέφοντας στο σπίτι όπου τελείται ο κλήδονας, το νερό αδειάζεται σε πήλινο -ως επί το πλείστον- δοχείο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο, το λεγόμενο ριζικάρι. Συνήθως, πρόκειται για κάποιο προσωπικό αντικείμενο, συχνά μάλιστα πολύτιμο.
Στη συνέχεια, το δοχείο σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα, το οποίο δένεται γερά με ένα κορδόνι ('κλειδώνεται', παρετυμολογία του κλήδονα που εξηγεί το γεγονός ότι σε μερικά μέρη της Ελλάδας τοποθετείται λουκέτο στο κορδόνι) και τοποθετείται σε ταράτσα ή άλλο ανοιχτό χώρο. Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα υπό το φως των άστρων, για να 'ξαστριστεί'. Οι κοπέλες επιστρέφουν ύστερα στα σπίτια τους.
Λέγεται ότι τη νύχτα αυτή θα δουν στα όνειρά τους το μελλοντικό τους σύζυγο.
Ανήμερα του Αϊ-Γιαννού, αλλά πριν βγει ο ήλιος -ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων-, η υδροφόρος νεαρή της προηγουμένης φέρνει μέσα στο σπίτι το αγγείο. Το μεσημέρι, ή το απόγευμα, συναθροίζονται πάλι οι ανύπανδρες κοπέλες. Αυτήν τη φορά όμως στην ομήγυρη μπορούν να συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των δύο φύλων, καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας.
Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, η 'Μαρία' ανασύρει ένα ένα από το αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο 'ριζικό' κάθε κοπέλας, απαγγέλοντας ταυτόχρονα δίστιχα, είτε όπως τα θυμάται, είτε από συλλογή τραγουδιών ή ακόμη από ημεροδείκτες. Το δίστιχο που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνύει το μέλλον της και σχολιάζεται από τους υπόλοιπους, που προτείνουν τη δική τους ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη.
Προς το σούρουπο, όταν τελειώσει η μαντική διαδικασία, η κάθε κοπέλα γεμίζει το στόμα της με μια γουλιά αμίλητο νερό και στέκεται μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, έως ότου ακούσει το πρώτο ανδρικό όνομα. Αυτό πιστεύεται ότι θα είναι και το όνομα του άνδρα που θα παντρευτεί.
Σε μερικές περιοχές, όπως στις Σέρρες, το κρίσιμο άκουσμα του ονόματος θα γίνει κατά τη διαδρομή της επιστροφής στο πατρικό της.
Εξάλλου, στη Βοιωτία συνηθιζόταν ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού τα κορίτσια να κοιτάζουν βιαστικά κατάματα το φως του ήλιου και μέσα στη θαμπάδα των ματιών τους διέκριναν τη μορφή του μελλοντικού γαμπρού,
όπως αναφέρει ο λαογράφος Δημήτρης Σ. Λουκάτος.
μερικά στιχάκια που ακούγονταν:
Πρώτης της καλότυχης,Καλά θα πάνε ούλα
Γαμπρός πάει γυρεύοντας Λεβέντης με σακούλα.
Καρδιά μου ήσουν λεύτερη , Ποιος σου ʽπε να ʽγαπήσεις
Εκεί που ʽσουν βασίλισσα, Σκλάβα να καταντήσεις.
Ούλοι στραβή σε λένε πια, Μα εσύ αλληθωρίζεις
Το βόδι απʼ το γάιδαρο, Δεν το ξεχωρίζεις.
Κάθε λεπτό στον ύπνο μου, Σε σκέφτομαι μικρή μου
Και έτσι μου κάνεις όμορφη ,Την ψεύτικη ζωή μου.
Σα φουρτουνιάσει η θάλασσα,Και βγούνε τα χταπόδια
Τότε και εσύ θα παντρευτείς Με τα στραβά σου πόδια.
Η μάνα σου έχει κεφαλή Παλιά και σκουριασμένη
Μην την ακούς γιατί θα βγεις Μεσʼ στη ζωή χαμένη.
Σʼ άλλη καμιά δε μοιάζουνε Τα μάτια τα δικά σου
Και θέλω να τʼ αρνηθώ Μα με τραβούν κοντά σου.
Σα μάθει ο σκύλος γράμματα Κι η γάτα να διαβάζει
Τότε και συ θα παντρευτείς Να κάνει ο κόσμος χάζι.
Στις 23 Ιουνίου, το βράδυ στα τρίστρατα των δρόμων, σε κάθε γειτονιά ανάβουν φωτιές, οι γνωστές φωτιές του Αϊ - Γιάννη.
Συναγωνίζονται μάλιστα για το ποια γειτονιά θα παρουσιάσει την καλύτερη και μεγαλύτερη φωτιά, φροντίζοντας για αυτό από πριν, ώστε να υπάρχουν συγκεντρωμένα ξύλα και κληματσίδες. Η φωτιά εξαγνίζει και διώχνει το κακό και χαράσσει με την πύρινη φλόγα της μια καινούρια αρχή. Συνδυάζεται βέβαια και με την ελληνική αρχοντιά, αφού οι νέοι πηδώντας τη φωτιά προβάλλουν την παλικαριά τους.
Οι φωτιές τ' Αϊ - Γιάννη ονομάζονται κατά τόπους αναφωτάριες, λαμπράτσες, φουνταριές και μπουμπούνες. Πρώτα τις πηδούν φυσικά οι πιο τολμηροί μέχρι να κατακαθίσει η φλόγα και ακολουθούν οι υπόλοιποι. Μέσα στη φωτιά ρίχνουν παλαιά σύνεργα της αγροτικής ζωής αλλά και Μαγιάτικα στεφάνια, που ήταν κρεμασμένα στις πόρτες των σπιτιών από το Μάη.
Κάποιοι κρατούν μια πέτρα και την ώρα που πηδούν πάνω από τη φωτιά, την πετούν πίσω, πάνω από το κεφάλι τους λέγοντας: «ας φύγουν όλα τα κακά» ή «σίδερο η μέση μου, πέτρα το κεφάλι μου». Πηδούσαν τη φωτιά τρεις φορές, μια που ο αριθμός τρία είναι συμβολικός και άμεσα συνδεδεμένος με την παράδοση και τη θρησκεία μας.